- εύκοσμος
- -η, -ο (ΑΜ εὔκοσμος, -ον)1. αυτός που έχει κοσμιότητα στους τρόπους του, αυτός που έχει καλή συμπεριφορά, πειθαρχημένος, φρόνιμος, σεμνός2. αυτός που γίνεται με ευπρέπεια, με σεμνότητα, με κοσμιότητα (α. «εύκοσμη συμπεριφορά» β. «οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν», Αισχύλ.)αρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔκοσμονη κοσμιότητα («πολεμικοί τε καὶ εὔβουλοι διὰ τὸ εὔκοσμον γιγνόμεθα», Θουκ.)2. (για πράγματα) ο καλλωπισμένος, ο ομορφοστολισμένος («τοῑχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι», Αρετ.)3. (το αρσ.) εὔκοσμοςεπιγρ. τίτλος άρχοντα στην Αθήνα και την Πέργαμο.επίρρ...ευκόσμως (ΑΜ εὐκόσμως)με κοσμιότητα, με ευπρέπεια, με σεμνότηταμσν.-αρχ.ευτάκτως, με τάξη, αρμονικάαρχ.με χάρη, με καλλωπισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόσμος «τάξη, στολισμός»].
Dictionary of Greek. 2013.